ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ > ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΑΝΕΠΙΔΟΤΟ ΓΡΑΜΜΑ
(1/1)
Andreas:
ΑΝΕΠΙΔΟΤΟ ΓΡΑΜΜΑ
(Στον Θοδωρή, που δεν προλάβαμε ποτέ)
Δεν πρόλαβα να σ’ αγαπήσω.
Το μεγαλύτερό μου έλλειμμα, όλα αυτά τα χρόνια, στάθηκε αυτό.
Συχνά άκουγα, τότε, να μου λένε:
«Καλύτερα. Θα ήταν δυσβάστακτο για όλους σας εάν ζούσε με ένα τέτοιο πρόβλημα. Αφού στάθηκε άτυχο, καλύτερα που έφυγε αμέσως. Θα μετατρεπόσασταν σε οικογένεια με ειδικές ανάγκες, θα ήταν πολύ δύσκολο για εσάς. Κυρίως, θα ήταν άδικο και για το άλλο σας παιδάκι που ενώ γεννήθηκε μια χαρά, θ’ αναγκαζόταν να ζει κι εκείνο με περιορισμούς».
Ασπάστηκα κι εγώ αυτή την άποψη. Ήταν και είναι πάντα στα χείλη μου, κάθε φορά από τις λίγες, τις σπάνιες φορές, που η κουβέντα φέρνει εκείνο το σημείο της ζωής μου που περιλαμβάνει την τόσο σύντομη δική σου ζωή.
«Μεγαλώσαμε…»
Θυμάμαι ήταν η πρώτη κουβέντα που είπα στον μπαμπά σου, λίγο μετά το τηλεφώνημα του γιατρού που, με όσο καλύτερο τρόπο μπορούσε είναι αλήθεια, μου ανακοίνωσε τα ευρήματα για την υγεία σου. Κι είχαν περάσει λιγότερο από 48 ώρες, απ’ όταν σας είχα φέρει, τον αδερφό σου κι εσένα, στον κόσμο.
Μεγαλώσαμε, πράγματι. Απότομα. Μέχρι τότε δεν είχα διαχειριστεί σοβαρά προβλήματα. Και κλήθηκα ξαφνικά ν’ αντιμετωπίσω κάτι που ξεπερνούσε την ηλικία μου, τις εμπειρίες μου, τις προσλαμβάνουσές μου, τις αντοχές μου τελικά.
«Σκεφτείτε πως αυτό που έχετε να αντιπαλαίψετε αυτή τη στιγμή, είναι μία εικόνα κι όχι μία πραγματικότητα. Την εικόνα που στήσατε στην φαντασία σας, όλους αυτούς τους μήνες της εγκυμοσύνης σας, που περιείχε μέσα δύο παιδιά κι όχι ένα. Η πραγματικότητα θα είναι το από δω και μπρος». Μαρία …something. Δεν θυμάμαι πια ακριβώς πώς την έλεγαν στο επίθετο, εκείνη την ψυχολόγο που ζήτησα την βοήθεια της την ίδια κιόλας μέρα. Και ναι, πιάστηκα από αυτά τα λόγια, δεν θα σου πω ψέματα. Ήταν ο μόνος δρόμος που μπόρεσα να επιλέξω για να τα βγάλω πέρα.
Κι έτσι, σε απομάκρυνα από τη ζωή μου. Αποφάσισα να μην συμμετέχω στην περιπέτειά σου, στον δύσκολο αγώνα που θάπρεπε να δώσεις, με εξαιρετικά μικρές πιθανότητες, μήπως και τα κατάφερνες. Έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκα, δεν είχα σχεδόν κανένα περιθώριο να κάνω κάτι για να σε βοηθήσω. Ούτε καν να προσευχηθώ για σένα. Βλέπεις, δεν υπήρξα ποτέ ένθεη και συγχρόνως δεν θα μπορούσα να κοροϊδεύω τον ίδιο μου τον εαυτό περί του αντιθέτου. Αποφάσισα λοιπόν ν’ ασχοληθώ με τον αδελφό σου. Εκεί μπορούσα να κάνω πράγματα. Με είχε, βλέπεις, κι αυτός ανάγκη.
Ποτέ δεν θα ξεπερνούσα τις τύψεις απέναντί του, ότι ο ερχομός του στον κόσμο δεν συνοδευόταν με την δέουσα χαρά κι ευτυχία που αναλογεί σε κάθε καινούριο άνθρωπο, μια και η θλίψη ήταν εκεί. Παρούσα. Σαν μια βαριά κοτρώνα μέσα στο στήθος μου που απλά κάθε μέρα προσπαθούσα να την διαχειριστώ όσο καλύτερα μπορούσα. Συγκέντρωνα, βλέπεις, τις δυνάμεις μου για το παιδί που με είχε ανάγκη και που μπορούσα να του σταθώ.
Όλες εκείνες τις πενηνταμία ημέρες που έζησες μέσα σ’ εκείνη την μικροσκοπική θερμοκοιτίδα, ο πατέρας σου σ’ επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά. Έκανα εγώ την διανομή ρόλων κι ήταν εντελώς άδικη. Εκείνος εσένα στο Νοσοκομείο Παίδων, εγώ τον άλλο στο σπίτι. Εκείνος τον θάνατο κι εγώ τη ζωή. Στάθηκε σαν βράχος, στο ύψος των περιστάσεων και με βοήθησε κι εμένα να σταθώ σαν μητέρα εκεί που ήταν δυνατόν και που μπορούσα. Θα του χρωστώ σ’ όλη μου τη ζωή ευγνωμοσύνη γι αυτό. Δεν είμαστε πια μαζί, εδώ και πολλά χρόνια, ωστόσο αυτό είναι ένα ανεξίτηλο στοιχείο που μας δένει, τουλάχιστον ισότιμα με την ύπαρξη του άλλου μας παιδιού, του αδελφού σου.
Θυμάμαι τότε, μου μίλαγε για ένα τραγούδι, που ακουγόταν συχνά εκείνη την εποχή και είχε σημαδέψει τις διαδρομές του, οδηγώντας το παλιό μας Wolseley μέχρι το νοσοκομείο:
«Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται απ’ τη νιότη σου, γι αυτό νωρίς βραδιάζει πριν χορτάσεις…»
Είναι φοβερό πάντως, αυτά τα γαμημένα τα τραγούδια, πώς κάποιες φορές βρίσκουν τους καλά κρυμμένους σουγιάδες της μνήμης και μ’ αυτούς ξύνουν τα τοιχώματα της ψυχής μας. Δεν βαριέσαι… Τον πρώτο καιρό άλλαζα σταθμό στο ραδιόφωνο, όποτε έπεφτα πάνω του. Αργότερα όχι. Με τον καιρό, αγάπησα κι εκείνο το “άουτς!” που ακόμα μου προκαλεί, κάθε φορά που το ακούω.
Δεν πρόλαβα να σ’ αγαπήσω.
Ήταν το πρώτο παράπονο που βγήκε μέσα απ’ τον λυγμό μου, εκείνο το βράδυ του Σαββάτου που χτύπησε το τηλέφωνο κι ήταν από το Νοσοκομείο, για να μας πουν την είδηση που έτσι κι αλλιώς αναμέναμε. Ήταν και των Αγίων Θεοδώρων εκείνη η συγκεκριμένη μέρα όπως μας πληροφόρησαν, οπότε σου έκαναν, λέει, αεροβάπτιση και σου έδωσαν το όνομα αυτό, γιατί έτσι συνηθίζεται, λέει, σ’ αυτές τις περιπτώσεις και, τέλος πάντων, μεταξύ άλλων, μας είπαν ότι ήταν υποχρεωτικό να φύγεις βαπτισμένος, κλείνοντας το σύντομο πέρασμά σου στον κόσμο. Δεν είχε καμιά σχέση το όνομα μ’ εμένα, μ’ εμάς, με συγγένειες, οικογένειες, ή ό,τι άλλο. Λες και πιστοποιούσε και επισφράγιζε την μεταξύ μας απόσταση.
Ενόσω λοιπόν οικοδομούσαμε το νέο σχήμα της οικογένειας, με το μωρό που ζούσε ήδη πενηνταμία ημέρες μαζί μας, εσύ πέταξες την πετσέτα κι εγκατέλειψες το ρινγκ. Σαν ξένο σώμα. Ακόμα και με ένα ξένο όνομα.
Αν ζούσες, αν είχες ενταχθεί σ’ αυτή την οικογένεια, θα σε έλεγαν Νικόλα. Σήμερα θάσουν κι εσύ 24 χρονών αντράκι, σαν τον άλλο. Θάχαμε αγκαλιαστεί. Θάχαμε γελάσει με φωτογραφίες και βίντεο από τα πρώτα σου κατορθώματα. Θάχαμε γαργαληθεί μέχρι δακρύων πάνω στο κρεβάτι. Θάχαμε τσακωθεί. Θάχαμε περάσει κρίσεις εφηβείας. Θάχαμε διαφωνήσει αλλά και ομονοήσει. Θάχαμε ζήσει τις μικρές μας αγωνίες. Θάχαμε θυμώσει ο ένας με τον άλλο. Θάχαμε αλληλοϋπερασπιστεί για χιλιάδες λόγους.
Θα ήταν όλα αλλιώς.
Δεν ήταν όμως.
Κι έτσι όπως ήρθαν, δεν παραπονιέμαι. Έζησα και ζω σημαντικές στιγμές με σημαντικούς για μένα ανθρώπους.
Αυτό που εξακολουθεί να με παραξενεύει, είναι πως ακόμα και σήμερα, δεν σε «αγγίζω». Αν και έχω προστρέξει σε ειδικούς αρκετές φορές για αρκετούς λόγους που με ζόρισαν στη ζωή μου, η δική σου απώλεια είναι ένα κεφάλαιο που ποτέ δεν επεξεργάστηκα επαρκώς. Δεν ξέρω αν θα το κάνω. Η αλήθεια είναι πως δεν μου λείπει να το κάνω. Προτιμώ να μείνει εκεί που βρίσκεται. Ένα ολιγοσέλιδο τεύχος της ζωής μου, λιγάκι οδυνηρό, λιγάκι τρυφερό, λιγάκι μυστηριώδες. Κι ας μην ασχολούμαι μαζί του.
Αλλά να. Είναι κάτι ξαφνικά φλασάκια που τρώμε, “δι’ ασήμαντον αφορμή” καμιά φορά.
Κι έτσι, όπως σήμερα σκάλιζα το επάνω πατάρι της ντουλάπας, είδα εκείνα τα ίδια, δίδυμα καρό κουβερτάκια που κάποιος φίλος είχε φέρει, τότε, δώρο στο μαιευτήριο και που παραδόξως ξέφυγαν από τη μανία μου να ξεφορτώνομαι ότι μου γεννά αναμνήσεις…
Tης Κατερίνας Επιτροπάκη
Navigation
[0] Message Index
Go to full version