Author Topic: Δώρα Λαμπρής  (Read 4558 times)

0 Members and 1 Guest are viewing this topic.

Offline Andreas

  • Διαχειριστής
  • *****
  • Posts: 146
Δώρα Λαμπρής
« on: 14 June 2023, 07:35:41 AM »


Δώρα Λαμπρής

-   “Δεν ακούω, είναι κακή η γραμμή”  είπε βιαστικός, σπεύδοντας να ξανακατεβάσει το ακουστικό.
Την διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα απ’ το κεφάλι ως τα ποδοδάκτυλα, έτσι όπως ήταν καθισμένη απέναντί του, στην καρέκλα επισκέπτη μπροστά από το γραφείο του. Κατάφερε ωστόσο  να μην γίνει αντιληπτή η ταραχή της. Εξακολούθησε να χαζεύει τάχα το πρωτοσέλιδο μιας εφημερίδας που βρισκόταν ακουμπισμένη στο χαμηλό τραπεζάκι.

Το  τηλέφωνο δεν είχε καλά-καλά προλάβει να χτυπήσει. Εκείνος, αναγνωρίζοντας την κλήση, αντέδρασε τόσο αστραπιαία που ήταν αδύνατον να είχε προλάβει  ο συνομιλητής να ψελλίσει έστω κι έναν φθόγγο.
Έπεσε βλέπεις σε κακή στιγμή το τηλεφώνημα. Πού να το φανταζόταν βέβαια, αφού η γυναίκα του δεν συνήθιζε τις επισκέψεις στο γραφείο του;
Σήμερα όμως, Μεγάλη Τετάρτη, κατέβηκε στο κέντρο να κάνει τα πασχαλινά της ψώνια. Σκόπευαν αύριο να αναχωρήσουν για το χωριό του, εδώ και τριάντα περίπου χρόνια άλλωστε πηγαίνουν κάθε Πάσχα.
Πέρασε λοιπόν από εκεί θέλοντας να του δείξει μία γραβάτα που μόλις του είχε αγοράσει για πασχαλιάτικο δώρο. Είχε διαλέξει κάποια σε αποχρώσεις τιρκουάζ, που πίστευε  ότι θα ταίριαζε με  το καινούριο ανοιξιάτικο κοστούμι που σκόπευε να φορέσει το βράδυ της Ανάστασης. Ήθελε όμως και τη δική του γνώμη ώστε στην περίπτωση που δεν του άρεσε να προλάβει να κάνει αλλαγή. Δεν του την είχε δείξει ακόμα. Τους είχε προλάβει το μυστηριώδες τηλεφώνημα.
Σηκώθηκε με βιασύνη από την καρέκλα του βάζοντας στην τσέπη το κινητό του τηλέφωνο.
-   “Πάω στο κυλικείο να σου φέρω καφέ”, της είπε καθώς άνοιγε την εξώπορτα.
Κατάφερε να τον κοιτάξει, σχηματίζοντας ένα αμήχανο χαμόγελο καθώς  εκείνος έκλεινε πίσω του βιαστικά την πόρτα. Δεν την είχε καν ρωτήσει αν θέλει καφέ. Ήταν μάλλον η πρώτη δικαιολογία που σκέφτηκε για να βγει έξω, προφανώς για να πάρει τηλέφωνο να δώσει τις αναγκαίες εξηγήσεις.

Σηκώθηκε από την καρέκλα, πατώντας σχεδόν τις μύτες των ποδιών της. Στάθηκε πάνω από το γραφείο και άνοιξε  το μητρώο κλήσεων στη συσκευή του σταθερού τηλεφώνου. Ήταν το πρώτο νούμερο. Ο υπολογιστής ανοιχτός: Google Αναζήτηση. Πληκτρολόγησε τον αριθμό.
Και ναι. Βγήκε το ονοματεπώνυμο  που υποψιαζόταν.
Επέστρεψε αργά στη θέση που καθόταν. Είχε αρκετό χρόνο να συνέλθει, εκείνος θα έκανε κάμποση ώρα μέχρι να ολοκληρώσει το τηλεφώνημα στην ερωμένη του.

Πήρε βαθιές, αργές αναπνοές. Την ήξερε. Σε κάποια κοινωνική εκδήλωση της είχε συστηθεί με μια ιδιότυπη οικειότητα, που την είχε αποδώσει στην ελαφρότητα του νεαρού της ηλικίας της. Νόστιμη  κοπέλα, όχι  πάνω από τριάντα.
Ήταν άραγε η γυναικεία διαίσθηση που την έκανε τότε να αισθανθεί μια φευγαλέα ταραχή;  Με  τα χρόνια είχε αναπτύξει έναν ασυνείδητο μηχανισμό για να διώχνει από μέσα της ανησυχίες τέτοιου είδους. “Μα έχουν τόση διαφορά που θα μπορούσε νάναι κόρη του. Ανόητες σκέψεις μιας ανόητης πενηντάρας”, καθησύχασε και τότε τον εαυτό της.
Σήμερα ωστόσο, δεν επρόκειτο απλά για διαίσθηση.

Συνέχισε να παίρνει βαθιές αναπνοές με κλειστά μάτια. Με ταχύτητα αστραπής  περνούσαν από το μυαλό της σκέψεις, υποθέσεις αποφάσεις, συμπεράσματα. Τώρα τι κάνω;  Ρωτάω; Είναι βέβαιο πως δεν θα παραδεχθεί τίποτα, θα με βγάλει τρελή. Κι αν το παραδεχτεί; Κι αν όλο αυτό σταθεί η ευκαιρία που έψαχνε; Κι αν αντιδράσει σαν έτοιμος από καιρό; Κι αν ο γάμος μας κρέμεται από μια κλωστή;  Κι εγώ; Μόνη; Τώρα; Αντέχω;
Ένοιωσε χαμένη.  Σαν να βρέθηκε σε μια άγνωστη χώρα που όλοι γύρω μιλούν μια άγνωστη γλώσσα, κι εκείνη στη μέση μιας πολυσχιδούς διασταύρωσης δεν ξέρει πού να πάει…

 Άνοιξε τα μάτια. Μάλλον ήξερε καλά τι πρόκειται να κάνει. Ήξερε πως δεν θα κάνει απολύτως τίποτα. Σηκώθηκε από την καρέκλα ισιώνοντας τη φούστα της. Έπιασε τις ακουμπισμένες στο πάτωμα τσάντες με τα πασχαλινά ψώνια. Όλες, εκτός από εκείνη με το δώρο που δεν πρόλαβε να δείξει στον σύζυγο. Την κράτησε χωριστά, στο άλλο χέρι.
Ήταν έτοιμη να αναχωρήσει, όταν εκείνος ξαναγύρισε ξαναμμένος, χωρίς να κρατάει κανέναν καφέ καθώς στο μεταξύ είχε μάλλον ξεχάσει τη δικαιολογία που χρησιμοποίησε.
-   “Φεύγεις καλή μου;” Η φωνή του έδειχνε περισσότερο ανακούφιση παρά απορία.
-   “Ναι, ναι, έχω να κάνω ακόμα πολλά”.
Έσκυψε να τη φιλήσει στο μάγουλο αλλά αντανακλαστικά  εκείνη τον απέφυγε. Κοντοστάθηκε την πόρτα.
-   “Πήρες το πρωί το χάπι για την πίεσή σου;” τον ρώτησε με ένα ίχνος ειρωνείας.
-   “Μα… ναι, ασφαλώς”, απάντησε ξαφνιασμένος. “Λες να το ξέχασα σήμερα, μετά από τόσα χρόνια;”
-   “Λοιπόν, τα λέμε αργότερα. Μην αργήσεις”.
Αισθάνθηκε μια ματαιότητα στην τελευταία της φράση. Είχε άραγε καμιά  σημασία αν αργήσει;

Περπατούσε βαριά, νοιώθοντας το σώμα της τσιμεντένιο. Πέταξε τη τσάντα με την τιρκουάζ γραβάτα στον πρώτο κάδο απορριμμάτων που συνάντησε.
Μπήκε σε ένα μεγάλο φαρμακείο.  Ένας υπάλληλος προθυμοποιήθηκε να την εξυπηρετήσει.
-   “Θα ήθελα ένα ηλεκτρονικό πιεσόμετρο”, είπε, σχεδόν φωνάζοντάς το. “Κάνετε και συσκευασία δώρου;” ρώτησε την ταμία με παράδοξο σαρκασμό, βγάζοντας την πιστωτική της κάρτα να πληρώσει.

Tης Κατερίνας Επιτροπάκη
« Last Edit: 10 October 2023, 07:19:06 AM by Andreas »

 

SimplePortal 2.3.5 © 2008-2012, SimplePortal