Author Topic: ΚΑΘΕ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ  (Read 2184 times)

0 Members and 1 Guest are viewing this topic.

Offline Andreas

  • Διαχειριστής
  • *****
  • Posts: 146
ΚΑΘΕ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ
« on: 14 June 2023, 07:30:33 AM »
Κάθε Σεπτέμβρη

«Παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες να αποχωρήσουν άμεσα. Το πλοίο είναι έτοιμο προς αναχώρηση».
Άντε, επιτέλους, ψιθύρισε η Έλλη, σηκώνοντας τα μάτια από το περιοδικό που ξεφύλλιζε. Μέχρι και ευχάριστη της φάνηκε η κακόηχη φωνή από το μεγάφωνο του πλοίου, που ανακοίνωνε την αναχώρηση. Είχε ήδη πιαστεί, καθισμένη στην καρέκλα τόση ώρα, αρνούμενη πεισματικά να την εγκαταλείψει, από τον φόβο μην  χάσει τη θέση της εάν σηκωθεί, λόγω της κοσμοσυρροής. Ήταν η τελευταία Κυριακή του Αυγούστου, η επιστροφή προς Αθήνα ήταν μαζική.
Λίγο αργότερα, όταν κοιτώντας από το παράθυρο κατάλαβε ότι το πλοίο κινούταν εγκαταλείποντας το λιμάνι της Παροικιάς, ένιωσε σχεδόν ευτυχισμένη. Δεν μπορεί να πει ότι το δεκαπενθήμερο που πέρασε στο νησί, ήταν άσχημο. Η κουμπάρα της η Μάρθα και ο άντρας της, που την είχαν προσκαλέσει, είχαν βάλει κυριολεκτικά τα δυνατά τους ώστε να περάσει καλά.  Γυρίσανε όλο το νησί, κολύμπησαν σε υπέροχες ακτές. Αλήθεια, δεν πρέπει να υπάρχει άλλο κυκλαδονήσι με τόσες πολλές μαγευτικές παραλίες όσες η Πάρος. Δοκίμασαν καταπληκτικές γεύσεις, ενώ οι βραδιές τους μοιράζονταν ανάμεσα στα γοητευτικά σοκάκια της Νάουσας και στην αρχοντιά της Παροικιάς, όπου η βότκα-λεμόνι με ήχους τζαζ και ροκ αποκτάει μια διαφορετική μαγεία, με θέα στο Αιγαίο.
Ναι, είχε περάσει ένα πολύ καλό δεκαπενθήμερο. Ωστόσο, τώρα που βρισκόταν στο καράβι της επιστροφής, διαπίστωνε ένα αίσθημα ανακούφισης που γυρίζει σπίτι. Χαμογέλασε. Μάλλον καταλάβαινε τι ήταν αυτό που, τελικά, είχε σταθεί αφόρητο όλο αυτό το διάστημα.
Η Μάρθα ήταν η καλύτερή της φίλη, από τα χρόνια τα σχολικά ακόμα. Αν και διαφορετικές ως χαρακτήρες, ήταν πάντα «κολλητές». Ακόμα και όταν υποχρεώσεις σπουδών ή επαγγελματικές δημιούργησαν μεταξύ τους χωροταξικές αποστάσεις, εκείνες ξανάπιαναν το νήμα, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Εκεί κοντά στα τριάντα, το μοναδικό καλοκαίρι που δεν έφυγαν μαζί για διακοπές, η Μάρθα γνώρισε τον Στέφανο. Για χάρη του εγκατέλειψε την Αθήνα, πήρε μετάθεση στην Πάρο όπου ζούσε κι εργαζόταν εκείνος. Λίγους μήνες αργότερα, η Έλλη είχε κατέβει να παραστεί ως κουμπάρα-μάρτυρας στον λιτό πολιτικό γάμο τους. Η καλύτερη φίλη της νύφης, γαρ. Από τότε, τους επισκέπτεται μια φορά το χρόνο, Πάσχα, Χριστούγεννα ή καλοκαίρι, ανάλογα με τη διαθέσιμη άδεια.
 Η Έλλη δεν δυσκολεύτηκε να συνειδητοποιήσει τι ήταν κατά βάθος αυτό που της δημιουργούσε την ανακούφιση στην ιδέα της επιστροφής. Όλα αυτά τα χρόνια, η Μάρθα με το Στέφανο, στην αρχή διακριτικά αλλά αργότερα αρκετά πιεστικά, την στρίμωχναν με ερωτήσεις για την πολύ προσωπική της ζωή. Ύστερα από τόσο καιρό, είχαν βαλθεί να την «ζευγαρώσουν», μια και η Μάρθα δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την ιδέα ότι η καλύτερή της φίλη, στα σαραντακάτι τους χρόνια, έχει μείνει «στο ράφι» και δεν έχει κι αυτή βρει ένα καλό παιδί. Φέτος λοιπόν, οι κουμπάροι της είχαν καταστρώσει σχέδια γι’ αυτήν, χωρίς φυσικά η ίδια  να το γνωρίζει. Από την πρώτη κιόλας βραδιά της παραμονής της στο νησί, έσκασε μύτη ο φίλος & συνεργάτης τους Στέφανου, ο ελεύθερος υποχρεώσεων Γιάννης, όπου βεβαίως το ζευγάρι είχε μεθοδεύσει τη γνωριμία με την Έλλη, ελπίζοντας να ευδοκιμήσει το καλοστημένο «προξενιό».
«Τι τύπος κι αυτός», σκέφτηκε η Έλλη τώρα που το ξανάφερνε στη μνήμη της. Πάντα αντιπαθούσε τους ανθρώπους που αισθάνονται ότι έχουν χιούμορ χωρίς να ισχύει. Το χαρακτηριστικό τους είναι ότι λένε κρύα αστεία γελώντας οι ίδιοι πρώτοι δυνατά, λες και θα παρασύρουν με τον τρόπο αυτό τους υπόλοιπους στην ευθυμία. Ο Γιάννης δεν είχε παύσει να το επαναλαμβάνει, καταντώντας όλο και πιο εκνευριστικός. Το τρίτο ή τέταρτο βράδυ, έπιναν το ποτό τους , όταν η Έλλη μην αντέχοντας άλλο, προφασίστηκε πονοκέφαλο και γύρισε σπίτι. Την άλλη μέρα, εξήγησε τον λόγο και ζήτησε από τους φίλους της να μην επαναληφθεί η συγκεκριμένη σύσταση της παρέας.
Δεν ησύχασε ωστόσο για πολύ. Τρεις μέρες αργότερα, της εμφάνισαν τον Μάκη. Διαζευγμένος, με δύο παιδιά, γνωστός της Μάρθας αυτή τη φορά. Το γεγονός ότι ο Μάκης ζει επίσης στην Αθήνα και βρισκόταν κι αυτός στην Πάρο για διακοπές, έκανε τους κουμπάρους της να τον θεωρούν ακόμα καλύτερο «κελεπούρι» για την Έλλη.
Χριστέ μου, πιο φαφλατάς πεθαίνεις, σκέφτηκε με απελπισία η Έλλη, τώρα που γύριζαν όλα στη μνήμη της με τη σειρά. Το είδος των ανδρών που αισθάνονται το κέντρο του κόσμου, που όλες τις συζητήσεις τις γυρνάν στο άτομό τους, συνδέοντας με τρόπο –ευρηματικό είναι αλήθεια μερικές φορές– ακόμα και τα πιο άσχετα πράγματα, με τους ίδιους: η δουλειά τους, η παιδική τους ηλικία, τα χόμπυ τους, οι θεωρίες τους, ξεφυτρώνουν σε κάθε συζήτηση, ασχέτως θεματολογίας, ενώ αρκεσκονται ιδιαίτερα στο να κάνουν για το κάθε τι δηλώσεις, χωρίς βεβαίως να τους το έχει ζητήσει κανείς. Το «εγώ πιστεύω ότι…», «εγώ πάντα υποστηρίζω…» κλπ, αποτελεί το ξεκίνημα σχεδόν κάθε μακροσκελούς λογύδριου που με το παραμικρό δράττονται της ευκαιρίας να εκστομούν. Φρίκη…
Η τρίτη επιχείρηση αποκατάστασης της ανύπαντρης κουμπάρας ήταν ακόμα πιο βασανιστική. Αυτή τη φορά ήταν ένας μακρινός ξάδελφος του Στέφανου. Αυτός πάλι, το χαρακτηριστικό είδος του καλού παιδιού, αλλά απίστευτα ανυπόφορου και βαρετού. Πρόθυμος να κάνει όλα τα θελήματα, πρόθυμος να ακολουθήσει οποιοδήποτε πρόγραμμα χωρίς ποτέ να προβάλλει αντίρρηση ή να αντιπροτείνει άλλο προορισμό. Όταν διεξαγόταν κάποια συζήτηση, ο ίδιος κοιτούσε με εκείνο το αγαθό βλέμμα, σαν να λέει «πείτε το άλλη μια φορά για να καταλάβω κι εγώ»… το είδος των ανθρώπων που χωρίς να βγάλουν την παραμικρή ενοχλητική συμπεριφορά, χωρίς να κάνουν τίποτα το μεμπτό, ένοιωθες μια τεράστια ανακούφιση την ώρα που τους ξεφορτωνόσουν.
Μου φαίνεται πως είναι το τελευταίο καλοκαίρι που έρχομαι στα παιδιά, σκέφτηκε η Έλλη. Έτσι κι αλλιώς ανεβαίνουν κι αυτοί συχνά στην Αθήνα, μπορούμε να βρισκόμαστε όποτε έρχονται, στην ΕΔΡΑ μου! κατέληξε τη σκέψη της, με ένα ελαφρώς σατανικό μειδίαμα.
Ξανάπιασε να ξεφυλλίσει το γυναικείο περιοδικό ποικίλης ύλης, προσπαθώντας να πάψει να σκέφτεται τα …προξενειά. Γύρισε τυχαία σε μια σελίδα. Πανώτιτλος: «Οι 10 βασικοί κανόνες για να τον οδηγήσετε στα …σκαλιά της εκκλησίας».
Fuck! σχεδόν το φώναξε, κλείνοντας το περιοδικό με θόρυβο. Το έβαλε στη τσάντα της, την κρέμασε στον ώμο, και βγήκε στο κατάστρωμα να κάνει ένα τσιγάρο, λιγότερο από την έλλειψη της νικοτίνης –πάντα ερασιτέχνης καπνίστρια ήταν άλλωστε – και περισσότερο από την ψευδαίσθηση ότι παίρνοντας φρέσκο, θαλασσινό αέρα, θα απαλλαγεί από το πνιγηρό συναίσθημα που την κυρίευσε.
Φυσούσε αργά τον καπνό του τσιγάρου, που ποτέ δεν κατέβαζε μέχρι τον πνεύμονα, κοιτώντας τη θάλασσα, ακουμπισμένη με το στήθος στο κάγκελο του καταστρώματος. Σκεφτόταν πως τελικά, ήταν μάλλον ρατσιστικό. Ναι, ρατσιστικό. Είναι εν τέλει ρατσισμός απέναντι στους ανθρώπους που είτε από επιλογή είτε από σύμπτωση, είναι μόνοι. Κανένας δεν μπορεί να το αποδεχτεί αυτό; Μέσα στο  συλλογικό υποσυνείδητο, η «κανονικότητα» απαιτεί να έχεις ταίρι, να ζεις ζευγαρωμένος. Κατά βάθος, οι μόνοι και οι μόνες αντιμετωπίζονται ως φρικιά. Και πάντα το συμπέρασμα, ακόμα κι όταν δεν στο λένε κατάμουτρα, είναι πως έχεις κάποιο κουσούρι, κάποιο ελάττωμα, ότι υπολείπεσαι σε κάτι απ’ τους άλλους. Και ο κόσμος γύρω σου, είναι φτιαγμένος για ζευγάρια, για τους «κανονικούς». Στα ξενοδοχεία σου δίνουν καταρχήν την τιμή του δίκλινου, στα εστιατόρια η κράτηση πρέπει να είναι για δύο άτομα, το ίδιο στα ταξιδιωτικά γραφεία, στα πρακτορεία, παντού. Έχεις φτάσει να αποφεύγεις τις οικογενειακές εκδηλώσεις, γάμους, βαπτίσια. Σιχαίνεσαι πια αυτές τις γλυκερές ευχές του τύπου «και του χρόνου διπλή», «και στα δικά σου», «άντε κι εσύ μ’ ένα καλό παιδί». Ακόμα και στις κηδείες, βρίσκουν ευκαιρία στον καφέ της παρηγοριάς να σχολιάσουν «τι άσχημο που είναι να πεθαίνεις μόνος»… ή «ευτυχώς είχε τα παιδιά και τη γυναίκα του στο πλευρό του, μέχρι τέλους», και πάντα να σε κοιτάνε με νόημα. Αλλά ακόμα και οι πιο προχωρημένοι φίλοι σου, αντιλαμβάνονται ως «πρόβλημα» τη μοναξιά σου, και κάνουν ό,τι μπορούν γι’αυτό.
Αλήθεια, τι σημαίνει για μένα η μοναξιά; Αναρωτήθηκε, ανάβοντας άλλο ένα τσιγάρο με την καύτρα του πρώτου, πριν το πετάξει στη θάλασσα. Αναλογίστηκε τις σχέσεις της με τους άντρες: για κάποιο λόγο, η ιστορία της ερωτικής της ζωής ήταν γραμμένη με μια πληθώρα ακατάλληλων επιλογών. Σχέσεις με χωροταξική απόσταση, που από τα πράγματα τις ξεθωριάζαν τα χιλιόμετρα. Σχέσεις με άντρες άλλων γυναικών, παντρεμένους ή δεμένους σφιχτά στην ασφάλεια μιας μονιμότητας, να της διαθέτουν τα ρέστα, τα υπόλοιπα από τη ζωή τους, η οποία διαδραματιζόταν αλλού. Σχέσεις του «δύο απογεύματα την εβδομάδα», σχέσεις του «κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο». Κι εκείνη να βλέπει μόνη τις αγαπημένες της ταινίες στο σινεμά, να μην μοιράζεται σχεδόν ποτέ ένα χειμωνιάτικο cocooning με πιζάμα, τηλεόραση και πίτσα.
Ήταν ήδη 42 ετών. Αρκετά τα χρόνια για να έχει αντιληφθεί καλά, πως όλη η διαδρομή της δεν ήταν τυχαία. Οι «ακατάλληλες» επιλογές, ήταν μάλλον οι πιο κατάλληλες γι’ αυτήν. Της έδιναν χώρο. Τελικά, δεν ήθελε κανέναν να μοιράζεται την πίτσα, ακόμα κι αν πετούσε τη μισή στα σκουπίδια. Δεν ήθελε να κάνει εκπτώσεις στο χώρο της, στο χρόνο της, ήθελε να βλέπει τα δικά της έργα στο σινεμά, ήθελε να ορίζει μόνη της το πρόγραμμα των διακοπών της, τη διαχείριση των οικονομικών της. Ήθελε να μην χρειάζεται να βάλει δεύτερη οδοντόβουρτσα στην εταζέρα του νιπτήρα, να μην χρειάζεται να κλείνει την πόρτα του μπάνιου όταν μπαίνει μέσα.  Ήθελε να βρίσκεται μόνη της στη σκηνή. Δεν γούσταρε  κανέναν συμπρωταγωνιστή. Άντεχε μόνο μερικούς κομπάρσους…
Μα γιατί να ‘ναι τόσο δύσκολο να το αποδεχτούν αυτό οι άλλοι; Τελικά ποιος κάνει τη διαλογή normal-abnormal, βάζει το αντίστοιχο ταμπελάκι και κατατάσσει; Και γιατί;
Πάει ένα ακόμα καλοκαίρι, σκέφτηκε. Θα του δώσω τον τίτλο το τελευταίο παριανό καλοκαίρι.
Σε λίγες μέρες μπαίνει ο Σεπτέμβρης. Ο Σεπτέμβρης, είναι ο αγαπημένος της μήνας. Είναι ο μήνας που επαναχαράσσει τη δική της κανονικότητα κάθε φορά. Κάθε Σεπτέμβρη, βάζει στόχους. Άλλους τους πιάνει, άλλους τους έχει ήδη ξεχάσει στο πρώτο του δεκαήμερο. Δεν την ενοχλεί. Κάποιοι από αυτούς, επανέρχονται ως στόχοι την επόμενη χρονιά. Τον επόμενο Σεπτέμβρη. Κάτι σαν τους μεταξεταστέους.
Φέτος το Σεπτέμβρη λοιπόν: Θα κάνω σέρβις στο Smartάκι μου. Θ’ αρχίσω δίαιτα, πρέπει άλλωστε νάχω πάρει και δυο τρια κιλά στις διακοπές. Θα βρω έναν εύσχημο τρόπο να χωρίσω οριστικά με τον Χρήστο, μ’ έχει κουράσει αυτό το σκασιαρχείο από τη γυναίκα του. Θα ξεκινήσω μαθήματα αγγειοπλαστικής στο πολιτιστικό του Δήμου, έμαθα πως φέτος θα γίνονται τις Παρασκευές, οπότε με βολεύει. Θα κάνω έρευνα αγοράς, πρέπει να ανακαινιστεί το μπάνιο, θ’ αρχίσω να ψάχνω προσφορές. Θα γραφτώ στο γυμναστήριο. Θα…..
Κατάλαβε πως ο κατάλογος είναι μακρύς. Άνοιξε την μεγάλη τσάντα που κρεμόταν στον ώμο της μήπως βρει κάποιο μολύβι και χαρτί, σκεφτόταν να συντάξει γραπτώς τη λίστα του Σεπτέμβρη. Αντ’ αυτού, ξαναείδε μπροστά της το περιοδικό. Τόβγαλε απ’ την τσάντα. Πριν το πετάξει στο μεγάλο καλάθι των αχρήστων, έσκισε απ’ τη μέση ένα διπλό φύλλο. Έφτιαξε ένα χάρτινο καραβάκι. Όταν το πέταξε στη θάλασσα, διακρινόταν σαν λευκή κουκίδα από το κατάστρωμα που το παρατηρούσε χαμογελώντας μέχρι να χαθεί απ’ τα μάτια της.
Καλό ταξίδι…
Πρέπει να είχε μείνει αρκετές ώρες έξω. Όταν επιχείρησε να επιστρέψει στο σαλόνι, η θέση που καθόταν ήταν κατειλημμένη από μία ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία είχε κιόλας απαλλαγεί από τα παπούτσια της και την είχε πάρει ο ύπνος πάνω στην καρέκλα. Η Έλλη δεν την ενόχλησε.
Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς σε λίγο φτάνουμε. Επιστρέφω Αθήνα. Στο σπίτι μου. Στη ζωή μου. Ξαναγύρισε στο κατάστρωμα επιχειρώντας να συνεχίσει νοερά τη σύνταξη της λίστας του Σεπτέμβρη…

Κατερίνας Επιτροπάκη, "Οι Λοιποί Συγγενείς", εκδ. ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ
« Last Edit: 15 June 2023, 06:53:44 AM by Andreas »

 

SimplePortal 2.3.5 © 2008-2012, SimplePortal